Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

ΔΙΔΑΧΕΣ ΟΣΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΧΟΖΕΒΙΤΟΥ



Τριπλάσια καρποφορία της γης προ της επιδρομής των Περσών

Μία μέρα μετά το γεύμα του λέγω: "πάω στον ποταμό για να μαζέψω κόκκους καππάρεως".Και μου λέγει: "έρχομαι μαζί σου",γιατί με λυπόταν. Γιατί ο χείμαρρος μετά από τους Πέρσες αγρίεψε πάρα πολύ και από τα θηρία και από ακάθαρτα πνεύματα. Αφού λοιπόν πήγαμε προς το μονοπάτι των κελλιών μας μου λέγει: "κατέβα,παιδί μου, σ΄εκείνη την κάππαρι και μάζεψε κι εγώ σε περιμένω εδώ".Κατέβηκα λοιπόν και μάζευα.Αφού πέρασε πολλή ώρα με φώναξε λέγοντας: "έλα ,παιδί μου,γιατί εγώ κουράστηκα".Και αφού ανέβηκα μου λέγει: ¨δείξε μου τι μάζεψες" και του έδειξα το μικρό μου καλάθι κατά το ένα τρίτο γεμάτο.Και αφού αναστέναξε είπε: "αλλοίμονο, παιδί μου, γιατί δεν πάει καλά ο κόσμος, γιατί εγώ θυμάμαι πριν τους Πέρσες ότι όταν ερχόμασταν εμείς οι κελλιώτες στο Κοινόβιο για τον εσπερινό της Κυριακής, κατέβηκε ένας αδερφός σ' αυτή την κάππαρι και γέμισε ένα καλάθι, και πάλι την επόμενη το απόγευμα, όταν πηγαίναμε εμείς στα κελλιά, μάζεψε άλλο τόσο".Και του λέγω:" τί σημαίνει αυτό, πάτερ;"Μου απαντά: "τότε άνδρες άγιοι βημάτιζαν και περπατούσαν τη γη και έπαιρνε ευλογία η γη και όλα όσα βρίσκονται σ' αυτή, τώρα άνδρες κακοποιοί και φονιάδες γυροφέρνουν σ' αυτήν, και επομένως εκχέεται πάνω στη γη και κλοπή και πικρία και μοιχεία και φόνος και αίματα σμίγουν με αίματα και μιάνθηκε η γη και έγινε καταραμένη και πώς θα ευλογηθούν όσα βρίσκονται σ' αυτήν;".

   




Τρίτη 21 Απριλίου 2020

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΩΝ ΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΤΗΣ ΣΙΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΩΝ
ΤΩΝ ΣΟΦΩΝ ΤΗΣ ΣΙΩΝ





  • Η πολιτική δεν έχει τίποτε το κοινόν με την ηθικήν. Η Κυβέρνησις ήτις αφήνεται να οδηγήται δια της ηθικής, δεν είναι πολιτική και επομένως η εξουσία της είναι εύθραυστος.
  • Εκείνος ο οποίος θέλει να επικρατήση, οφείλει να είναι και πανούργος και υποκριτής. Τα μεγάλα λαϊκά προτερήματα - η ειλικρίνεια και η τιμιότης - είναι ελαττώματα εις την πολιτικήν, διότι ανατρέπουσι τους βασιλείς εκ του θρόνου των ευχερέστερον από τον ισχυρότερον εχθρόν. Τα προτερήματα ταύτα οφείλουσι να είναι τα προσόντα των χριστιανικών Βασιλείων, ημείς δεν οφείλομεν καθόλου να τα λαμβάνωμεν ως οδηγούς.
  • Εις Κράτος, του οποίου η εξουσία είναι κακώς διωργανωμένη, του οποίου οι νόμοι και η Κυβέρνησις έφθασαν να είναι ίσοι δι’ ολους ένεκα των απειραρίθμων δικαιωμάτων, οποία η φιλελευθερία εδημιούργησε, βλέπω ότι δύναμαι. να επιπέσω, δυνάμει του νόμου του ισχυροτέρου, να επιβάλω χείρα επί των νόμων, να ανατρέψω το παν εν αύτω και να γίνω ο κύριος των εγκαταλειψάντων τα δικαιώματα, τα οποία η ισχύς των τους έδιδε και οι οποίοι τα απηρνήθησαν εκουσίως, φιλελευθέρως.
  • Μόνον άτομον, προειτοιμασθέν από της παιδικής του ηλικίας εις την μοναρχίαν, δύναται να γνωρίζη την πολιτικήν διάλεκτον και την πολιτικήν πραγματικότητα. Λαός αυτοδιοικούμενος,ούτως ειπείν, δηλ. διοικούμενος δια των αναδεικνυομένων παρ' αυτού κυβερνητών του, είναι προωρισμένος να καταστραφή εκ των διαφωνιών των κομμάτων, τας οποίας διεγείρει η δίψα της εξουσίας, και εκ των ανωμαλιών και ατασθαλιών, αίτινες προέρχονται εκ τούτου. Είναι δυνατόν εις τας λαϊκάς μάζας να σκέπτωνται ήρεμα, χωρίς εμφυλίους αντιζηλίας, να διευθύνωσι τας υποθέσεις της χώρας, αι οποίαι δεν δύνανται να συγχέωνται με τα ατομικά συμφέροντα; Δύνανται να υπερασπισθώσιν εναντίον των εξωτερικών εχθρών; Αυτό είναι αδύνατον. Σχεδόν κατανεμόμενον εις τόσας κεφαλάς, όσαι υπάρχουσι τοιαύται εις το πλήθος, χάνει την ενότητα του, αποβαίνει ακατανόητον και απραγματοποίητον.
  • Μόνον ο μονάρχης δύναται να επεξεργάζεται ευρέα και σαφή σχέδια, να δίδη εις κάθε πράγμα την θέσιν του εν τω μηχανισμώ της διοικητικής μηχανής. Συμπεραίνοντες λοιπόν λέγομεν, ότι κυβέρνησις ωφέλιμος εις την χώραν και ικανή να επιτύχη τον σκοπόν αυτόν, τον οποίον προτίθεται, οφείλει να συγκεντρώνηται εις τας χείρας ενός μόνου υπευθύνου ατόμου. Άνευ απολυταρχίας πολιτισμός δεν δύναται να υπάρξη· ούτος δεν είναι έργον των μαζών, αλλά του οδηγού των, οιοσδήποτε και αν είναι ούτος. Το πλήθος είναι βάρβαρον, δεικνύον την βαρβαρότητα του εν πάση ευκαιρία. Άμα το πλήθος λαμβάνη εις χείρας του την ελευθερίαν, την μετατρέπει τάχιστα εις αναρχίαν, ήτις είναι ο ύψιστος βαθμός της βαρβαρότητος.
  • Το σύνθημά μας είναι η ισχύς και η υποκρισία. Μόνη η ισχύς δύναται να θριαμβεύση εν τη πολιτική και προ πάντων εάν εμφωλεύη εις τα προτερήματα τα αναγκαία εις τους πολιτευομένους. Η βία οφείλει να είναι μία αρχή, η πανουργία και η υποκρισία κανών δια τας κυβερνήσεις, αίτινες δεν θέλουσι να παραδώσωσι το κύρος των εις χείρας των πρακτόρων νέας ισχύος. Αυτό το κακόν είναι το μόνον μέσον δια να επιτυχή τις τον σκοπόν, δηλ. το καλόν. Δια τούτο δεν οφείλομεν να σταματώμεν ενώπιον της διαφθοράς, της απάτης και της προδοσίας, οσάκις αύται δύνανται να μας χρησιμεύσωσι προς επιτυχίαν του σκοπού μας. Εν τη πολιτική πρέπει να ηξεύρωμεν να παίρνωμεν την ιδιοκτησίαν των άλλων άνευ δισταγμού εφ’ όσον δυνάμεθα να επιτύχωμεν, δια του μέσου τούτου, την υποταγήν και την έξουσίαν.
  • Επί των ερειπίων της κληρονομικής και της φυσικής αριστοκρατίας ανηγείραμεν την διανοητικήν και οικονομολογικήν αριστοκρατίαν μας. Ελάβομεν ως κριτήριον της νέας ταύτης αριστοκρατίας τον πλούτον, όστις εξαρτάται εξ ημών, και την επιστήμην, ήτις διευθύνεται υπό των σοφών μας.
  • Προς εξασφάλισιν της δημοσίας γνώμης εις χείρας μας, πρέπει να την καταστήσωμεν περίπλοκον, εκφράζοντες εκ διαφόρων μερών και επί πολύν χρόνον τόσας αντιφατικάς γνώμας, ώστε οι χριστιανοί θα χαθώσιν επί τέλους εντός του λαβυρίνθου των και θα θεωρήσωσι τελικώς ότι αξίζει πολύ καλλίτερον να μη έχη κανείς καμμίαν γνώμην εν τη πολιτική.
  • Η προσπάθεια ήτις εξασκείται υπο το πολίτευμα της απεριορίστου ελευθερίας είναι ανίσχυρος, διότι προσκρούει εις τας ελευθέρας προσπάθειας των άλλων. Εκ τούτου δε γεννώνται οδυνηραί ηθικαί ρήξεις, πλάναι, αποτυχίαι. Θα κουράζωμεν τόσον πολύ τους χριστιανούς δια της ελευθερίας ταύτης, ώστε θα τους εξαναγκάζωμεν να μας προσφέρωσι μίαν διεθνή εξουσίαν, της οποίας η διάταξις θα είναι τοιαύτη, ώστε θα δυνηθή χωρίς να τας συντρίψη, να περιλάβη τας δυνάμεις όλων των Κρατών του κόσμου και να σχηματίση, την Υπερτάτην Κυβέρνησιν.
  • Η ασφαλεστέρα οδός της επιτυχίας εν τη πολιτική είναι η μυστικότης των επιχειρήσεων της. Ο λόγος του διπλωμάτου δεν οφείλει να συμφωνεί με τας πράξεις του.
  • Αφότου έχωμεν εισαγάγει εν τω οργανισμώ του Κράτους το δηλητήριον της φιλελευθερίας,όλη η πολιτική του σύστασις έχει μεταβληθή. Τα Κράτη πάσχουσιν από θανάσιμον ασθένειαν την αποσύνθεσιν του αίματος· δεν υπολείπεται πλέον παρά να περιμένωμεν το τέλος της αγωνίας των.
  • Εκ της φιλελευθερίας εγεννήθησαν αι συνταγματικαί Κυβερνήσεις, αίτινες αντικατέστησανδια τους Χριστιανούς την σωτήριον Μοναρχίαν, και το Σύνταγμα, όπως καλώς γνωρίζετε, δεν είναι άλλο τι παρά μία σχολή διαφωνιών, διχονοιών, συζητήσεων, διχογνωμιών, ολέθριων προστριβών των κομμάτων· εν μια λέξει, είναι η σχολή παντός ό,τι κάμνει εν Κράτος να χάση την οντότητα του και την ατομικότητα του.
  • Η εξουσία της Κυβερνήσεως θ’ αποβή αναμφιβόλως στόχος όλων των επιθέσεων. Θα δώσωμεν εις αυτήν, όπως υπερασπισθή, το δικαίωμα να κάμη έκκλησιν εις λαϊκόν δημοψήφισμα με προεξησφαλισμένην την πλειοψηφίαν, ήτις θα είναι πάντοτε τυφλή θεραπαινίς των σχεδίων μας. Θα δώσωμεν προς τούτοις, εις τον Πρόεδρον το δικαίωμα να κηρύττη τον πόλεμον. Θα δικαιολογήσωμεν δε τούτο λέγοντες ότι ο Πρόεδρος, ως αρχηγός όλου του στρατού της χώρας, οφείλει να έχη το δικαίωμα αυτό εις την διάθεσιν του, να υπερασπίζη το νέον δημοκρατικόν πολίτευμα, του οποίου είναι υπεύθυνος εκπρόσωπος.
  • Ο Πρόεδρος θα ερμηνεύη εκάστοτε κατά τας υποδείξεις και επιθυμίας μας τους υφισταμένους νόμους, θα τους επικυρώνη, όταν ημείς θα του υποδεικνύωμεν την τοιαύτην ανάγκην· θα έχη το δικαίωμα να προτείνη προσωρινούς νόμους (Νομοθετικά Διατάγματα) και ακόμη μεταβολήν του πολιτεύματος, υπό το πρόσχημα του υπέρτατου καλού του Κράτους.
  • Η αναγνώρισις της Μοναρχίας μας δύναται ενδεχομένως να απέλθη προ της καταργήσεως του Συντάγματος, αν οι λαοί, απηυδισμένοι εκ των αταξιών και της κουφότητας των κυβερνητικών των, ανακράξωσιν: «Εκδιώξατε τους και δώσατε μας γενικόν βασιλέα, όστις να δύναται να μας συνενώση και να καταστρέψη τα αίτια των διαφωνιών μας, τα σύνορα των εθνών, τας θρησκείας, τους υπολογισμούς των Κρατών, βασιλέα, ο οποίος να μας έξασφαλίση την ειρήνην και την ανά- παυσιν, ας δεν δυνάμεθα ν’ απολαύσωμεν δια των Κυβερνητών μας και των αντιπροσώπων μας».
  • Η ελευθερία είναι το δικαίωμα του πράττειν ό,τι ο νόμος επιτρέπει. Τοιαύτη τότε ερμηνεία της λέξεως ταύτης θα κάμη, ώστε κάθε ελευθερία να είναι εις τας χείρας μας, διότι οι νόμοι θα καταστρέφωσιν ή θα δημιουργώσι παν ό,τι θα μας είναι ευάρεστον, συμφώνως προς το ανωτέρω εκτεθέν πρόγραμμα.
  • Τα ζητήματα της πολιτικής δεν είναι προσιτά εις ουδένα άλλον, πλην εκείνων οι οποίοι την έχουν δημιουργήσει προ πολλών ήδη αιώνων, και οι οποίοι την διευθύνουσιν.
  • Ίνα παραπλανήσωμεν τους πλέον ανησύχους δια τα πολιτικά ζητήματα ανθρώπους, θαπροτάξωμεν, των δήθεν νέων ζητημάτων, τα βιομηχανικά ζητήματα. Ας εξαντλώσι την προσοχήν των επί των ζητημάτων τούτων. Αι μάζαι θα συγκατατεθώσι να παραμείνωσιν αδρανείς, ν’αναπαυθώσιν εκ της δήθεν πολιτικής δραστηριότητος των (εις την οποίαν τους έχομεν συνηθίσει ημείς οι ίδιοι, ίνα μέσω αυτών παλαίωμεν προς τας Κυβερνήσεις των Χριστιανών), επί τω όρω να έχωσι νέας ασχολίας· θα υποδείξωμεν εις αυτούς σχεδόν την ιδίαν πολιτικήν κατεύθυνσιν. Ίνα δέ μη κατορθώνωσι τίποτε δια της σκέψεως, θα τους αποτρέπωμεν εκ ταύτης δια διασκεδάσεων, δια παιγνίων, τέρψεων, παθών, οίκων ανοχής...
  • Ο ρόλος των Φιλελευθέρων ουτοπιστών θα λήξη οριστικώς όταν το πολίτευμα μας θα αναγνωρισθή. Έως τότε θα μας παρέχωσι καλάς υπηρεσίας. Δια τούτο θα ωθώμεν τα πνεύματα να εφευρίσκωσι παντοειδείς φανταστικάς θεωρίας, νέας και δήθεν προοδευτικάς, διότι υπετάξαμεν αυτούς τους βλακοχριστιανούς μετά πλήρους επιτυχίας δια της λέξεως «πρόοδος» και δεν υπάρχει ούτε εις μεταξύ αυτών, ο οποίος να βλέπη ότι υπό την λέξιν ταύτην κρύπτεται πλάνη εις όλας τας περιστάσεις, καθ’ ας δεν πρόκειται περί υλικών εφευρέσεων, αφού η αλήθεια είναι μία και μόνη και δεν δύναται να έχη πρόοδον. Η πρόοδος, ως ψευδής ιδέα, χρησιμεύει εις το να επισκοτίζη την αλήθειαν, ίνα μηδείς την γνωρίζη, πλην ημών των εκλεκτών του Θεού και φυλάκων αυτής.
  • Το καθήκον πάσης Κυβερνήσεως, η οποία συναισθάνεται ότι υφίσταται, δεν είναι μόνον το ν’ απολαμβάνη των προνομίων της, αλλά το να εξασκή τα καθήκοντα της και να επιτυγχάνη το καλόν έστω και δια των μεγαλυτέρων θυσιών.Δια να είναι ακλόνητος Κυβέρνησίς τις πρέπει να ενδυναμώνη την αίγλην της ισχύος της, και η αίγλη αύτη επιτυγχάνεται μόνον δια μεγαλειώδους ακαμψίας της Αρχής, ήτις οφείλει να φέρη σημεία απαραβιάστου και θείας εκλογής.
  • Ο λαός δεν θίγει εκείνον όστις τον υπνωτίζει, διά του θάρρους και της ψυχικής του δυνάμεως.
  • Ενώ κηρύσσομεν εις τους Χριστιανούς τον φιλελευθερισμόν, συγκρατούμεν τον λαόν και τους πράκτορας μας εις πλήρη υπακοήν.
  • Οι νόμοι μας θα είναι σύντομοι, σαφείς,ακλόνητοι, άνευ σχολίων, ώστε έκαστος να δύναται ευκόλως να τους μανθάνη. Το δεσπόζον χαρακτηριστικόν των νόμων τούτων θα είναι η υπακοή εις τας αρχάς εξικνουμένη εις βαθμόν μεγαλειώδη. Τότε όλαι αι καταχρήσεις θα εξαφανισθώσι συνεπεία της ευθύνης όλων μέχρι και του τελευταίου έναντι της ανωτέρας εξουσίας του αντιπροσώπου του πολιτεύματος. Αι καταχρήσεις εξουσίας των κατωτέρων υπαλλήλων θα τιμωρώνται τόσον αυστηρώς, ώστε ουδείς θα τολμήση ναναμέτρηση την δύναμίν του. Θα παρακολουθώμεν με άκαμπτον βλέμμα πάσαν πράξιν διοκητικήν, εξ ης εξαρτάται η λειτουργία της κυβερνητικής μηχανής, διότι η παράλυσις της διοικήσεως προκαλεί παγκόσμιον παράλυσιν. Πάσα περίπτωσις παρανομίας ή καταχρήσεως θα τιμωρήται παραδειγ- ματικώς. Η δωροδοκία και η αλληλέγγυος συνενοχή μεταξύ των υπαλλήλων της διοικήσεως θα εξαφανισθώσι μετά τα πρώτα παραδείγματα αυστηροτάτης τιμωρίας. Η αίγλη της αρχής μας απαιτεί αποτελεσματικάς τιμωρίας, δηλαδή σκληράς, δια την ελαχίστην παράβασιν των νόμων, διότι πάσα παράβασις θίγει το γόητρον της ανωτέρας αρχής. Ο καταδικασθείς, έστω και αν τιμωρηθή αυστηρότερον δια το σφάλμα του, θα πέση ως στρατιώτης επί του πεδίου της διοικητικής μάχης δια την Αρχήν, τους Νόμους και τας θεωρίας, άτινα δεν επιτρέπουσιν όπως το ιδιωτικόν συμφέρον υπερισχύη της δημοσίας λειτουργίας έστω και εκ μέρους εκείνων, οίτινες διευθύνουσι το άρμα της κοινωνίας.
  • Οι δικασταί μας γνωρίζουσιν ότι, θέλοντες να καυχηθώσι δι’ ανόητον τινά ευσπλαγχνίαν, παραβιάζουσι τον νόμον της δικαιοσύνης, η οποία συνεστήθη, ίνα συγκρατή τους ανθρώπους, τιμωρούσα τα σφάλματα και ουχί δια να δεικνύη ο δικαστής την ψυχικήν του αγαθότητα. Επιτρέπεται να επιδεικνύη τις τα προτερήματα ταύτα εν τω ιδιωτικώ βίω, ουχί όμως και επί του δημοσίου εδάφους, το οποίον είναι η βάσις της διαπαιδαγωγήσεως του ανθρωπίνου βίου.
  • Το δικαστικόν μας προσωπικόν δεν θα υπηρέτη πέραν των 55 ετών, πρώτον μεν διότι οι γέροντες επιμένουσι μετά περισσοτέρου πείσματος εις τας προεσχηματισμένας γνώμας των και είναι ολιγώτερον επιδεκτικοί υπακοής επί των νέων διατάξεων, δεύτερον δε διότι θα μας επιτρέπη ν’ ανανεώνωμεν ευκολώτερον το προσωπικόν, όπερ ούτω θα υποτάσσηται καλλίτερον εις ημάς. Εκείνος, όστις θα θέλη την διατήρησιν της θέσεως του, θα υπόκηται εις τυφλήν υπακοήν δια να είναι άξιος της ευνοίας ταύτης.
  • Αι προαγωγαί θα χρησιμεύσωσιν επίσης δια την διάλυσιν της συνεκτικής συναδελφικής αλληλεγγύης και θα ωθήσωσιν ούτω όλους εις το ν’ αφοσιωθώσιν εις τα συμφέροντα της Κυβερνήσεως, εξ ης θα εξαρτάται η τύχη των. Η νέα γενεά των δικαστών θα εκπαιδευθή κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να μη παραδέχεται καταχρήσεις, θιγούσας την καθεστηκυίαν τάξιν εις τας μεταξύ ημών και των υπηκόων μας σχέσεις.
  • Όπως τα θηρία αποστέλλουσι τα μικρά των εις αναζήτησιν λείας, ούτω και οι χριστιανοί τοποθετούσι τους υπηκόους των εις θέσεις προσοδοφόρους χωρίς καν να σκεφθώσι να εξηγήσωσιν εις αυτούς τον λόγον υπάρξεως της θέσεως ταύτης. Ένεκα τούτου αι Κυβερνήσεις των καταστρέφονται δια των ιδίων των δυνάμεων, δια των πράξεων της ιδίας των διοικήσεως.
  • Ας εξαγάγωμεν λοιπόν εκ των αποτελεσμάτων των πράξεων τούτων εν επί πλέον δίδαγμα δια το πολίτευμα μας. Θα εξοβελίσωμεν τον φιλελευθερισμόν από όλας τας σπουδαίας θέσεις της διοικήσεως μας, εκ των οποίων θα εξαρτάται η μόρφωσις των υποτελών μας κατά τον επιβαλλόμενον τρόπον της κοινωνικής μας τάξεως. Θα γίνωνται δεκτοί εις τας θέσεις ταύτας εκείνοι μόνον, τους οποίους θα έχωμεν διαπαιδαγωγήσει ημείς οι ίδιοι δια την διοικητικήν εξουσίαν.
  • Η Κυβέρνησίς μας θα έχη την όψιν Πατριαρχικής και Πατρικής επιτροπείας εκ μέρους του Κυβερνήτου μας. Ο λαός μας και οι υπήκοοι μας θα βλέπωσιν εν τω προσώπω του πατέρα, όστις μεριμνά περί όλων των αναγκών, περί όλων των πράξεων, περί όλων των αμοιβαίων σχέσεων των υπηκόων μεταξύ αλλήλων και της Κυβερνήσεως. Τότε θα εμποτισθώσιν επί τοσούτον υπό της σκέψεως, ότι εφ’ όσον θέλουσι να ζώσιν εν ειρήνη και ησυχία, είναι αδύνατον ν’ απορρίψωσι τη κηδεμονίαν και την καθοδήγησιν ταύτην, ώστε θ’ αναγνωρίσωσι την απολυταρχίαν της Κυβερνήσεως μας μετά σεβασμού προσεγγίζοντος την λατρείαν, ιδίως όταν θα πεισθώσιν ότι η εξουσία αυτής δεν αντικαθίσταται υπό της τοιαύτης των υπαλλήλων της, οίτινες εκτελούσι τυφλώς τας οδηγίας της. Θα είναι κατευχαριστημένοι, διότι θα έχωμεν κανονίσει τα πάντα εν τη ζωή των, όπως οι φρόνιμοι γονείς, οίτινες θέλουσι ν’ αναθρέψωσι τα τέκνα των εις το αίσθημα του καθήκοντος και της υπακοής. Διότι οι λαοί, αναφορικώς πρός τα μυστικά της πολιτικής μας, είναι παιδία αιωνίως ανήλικα όπως και αι Κυβερνήσεις των...
  • Ο βασιλεύς μας θα ευρίσκεται εις διαρκή επικοινωνίαν μετά του λαού. Θαπευθύνη προς αυτόν από του βήματος λόγους, τους οποίους πάραυτα η φήμη θα φέρη ανά τα πέρατα της οικουμένης.
  • Αποκλείομεν εκ της διδασκαλίας το πολιτικόν δίκαιον, ως και παν ό,τι αφορά τα πολιτικά ζητήματα. Τα ζητήματα ταύτα θα διδάσκωνται μόνον εις δεκάδας τινάς προσώπων, εκλεγομένων λόγω εξεχόντων προσόντων.
  • Εκ των Πανεπιστημίων δεν πρέπει ναποφοιτώσι παιδάρια συντάσσοντα συνταγματικά νομοσχέδια, καθον τρόπον θα συνέθετον κωμωδίας ή τραγωδίας και ασχολούμενα με πολιτικά ζητήματα, από τα οποία και οι γονείς των ακόμη δεν αντιλαμβάνονται. Η κακή γνώσις, την οποίαν οι περισσότεροι των ανθρώπων έχουσι περί των πολιτικών ζητημάτων, δημιουργεί ουτοπιστάς και κακούς πολίτας.
  • Το πολίτευμα μας θα είναι η ενσάρκωσις της βασιλείας του Vichnou, ο οποίος θα είναι το σύμβολον μας. Διεκάστης εκ των εκατόν χειρών μας θα κρατώμεν και εν ελατήριον της κοινωνικής μηχανής. Θα αντιλαμβανόμεθα τα πάντα άνευ της βοηθείας της επισήμου Αστυνομίας, ήτις, όπως την έχομεν διοργανώσει δια τους χριστιανούς, εμποδίζει σήμερον τας Κυβερνήσεις να βλέπωσιν.
  • Εις το πρόγραμμα μας το τρίτον των υπηκόων μας θα επιβλέπωσι τους άλλους εκ καθήκοντος, δια να υπηρετήσωσιν εκουσίως το Κράτος, Δεν θα θεωρήται τότε άτιμον το να είναι τις κατάσκοπος και καταδότης· απεναντίας αυτό θα είναι επαινετόν, αι αβάσιμοι όμως καταγγελίαι θα τιμωρώνται σκληρώς, ίνα μη γίνεται κατάχρησις του δικαιώματος τούτου.
  • Όπως σήμερον οι αδελφοί μας είναι υποχρεωμένοι, υπό ιδίαν αυτών ευθύνην, να καταγγέλλωσιν εις την κοινότητά των τους αποστάτας, ή τα πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουσί τι εναντίον της κοινότητος των, ούτω και εις το παγκόσμιον Κράτος μας θα είναι υποχρεωμένοι πάντοτε αι υπήκοοι μας να εξυπηρετώσι το Κράτος εις πασαν περίπτωσιν..
  • Δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι τογόητρον της εξουσίας μειούται όταν ανακαλύπτη συχνάκις συνωμότας εναντίον της. Το τοιούτον αποδεικνύει ομολογίαν της αδυναμίας της, η, όπερ χειρότερον, το άδικον της υποστάσεως της. Γνωρίζετε ότι κατεστρέψαμεν το γόητρον των βασιλευόντων προσώπων των χριστιανών δια συχνών αποπειρών, διοργανωμένων υπό των πρακτόρων μας, τυφλών προβάτων του ποιμνίου μας. Είναι εύκολον να εξωθήται τις εις το έγκλημα δια τίνων ελευθερίων φράσεων, αρκεί να υπάρχη πολιτική τις χροιά· θα εξαναγκάσωμεν τας Κυβερνήσεις ναναγνωρίζωσι την αδυναμίαν των δια των εμφανών μέτρων ασφαλείας, άτινα θα λαμβάνωσι και δια του τρόπου τούτου θα καταστρέφωμεν το γόητρον της εξουσίας.
  • Κατά τα αυστηρώς τηρούμενα προσχήματα, ο Κυβερνήτης μας δεν θα χρησιμοποιή την εξουσίαν του παρά δια το καλόν του λαού και ουδαμώς δια τα προσωπικά ή τα δυναστικά του ωφελήματα. Ιδού διατί δια της τηρήσεως του διακόσμου τούτου η εξουσία του θα εκτιμάται και θα περισώζηται από τους ιδίους υπηκόους του. Θα τον λατρεύωσιν επί τη ιδέα, ότι η ευημερία εκάστου πολίτου θα εξαρτάται εξ αυτού, διότι εξ αυτού θα εξαρτάται η τάξις της κοινωνικής οικονομίας.
  • Ο βασιλεύς μας, όταν θα ευρίσκεται μεταξύ του λαού, θα περιστοιχίζηται πάντοτε υπό μεγάλου αριθμού ανδρών και γυναικών, οίτινες θα εκλαμβάνωνται ως περίεργοι και θα καταλαμβάνωσι τυχαίως δήθεν τας πρώτας σειράς πέριξ αυτού, θα συγκρατώσι δε και τας σειράς των άλλων, δια να διατηρώσι τάχα την τάξιν. Τούτο θα είναι παράδειγμα συγκρατήσεως της τάξεως. Εάν ευρέθη τις εκ του λαού εκλιπαρών και προσπαθών να παρουσιάση αναφοράν τίνα, διανοίγων δίοδον δια μέσου των γραμμών, αι πρώται σειραί οφείλουσι να δεχθώσι την αναφοράν ταύτην και υπό τα όμματά του να παραδώσωσιν αυτήν εις τον βασιλέα, ίνα αντιλαμβάνωνται πάντες, ότι παν ό,τι παρουσιάζει τις φθάνει, εις τον προορισμόν του, και ότι υπάρχει επομένως έλεγχος και αυτού του Άρχοντος. Η αίγλη της εξουσίας απαιτεί να δύναται ο λαός να λέγη: «Εάν ο βασιλεύς το εγνώριζε» ή «ο βασιλεύς θα το μάθη».
  • Δια της συγκροτήσεως επισήμου φρουράς εξαφανίζεται το μυστικόν γόητρον της εξουσίας. Πας όστις είναι ωπλισμένος με αρκετόν θάρρος, θεωρεί τον εαυτόν του κύριον της εξουσίας.
  • Και αι Κυβερνήσεις ακόμη όλαι δεν είναι εις θέσιν ν’ αντιλαμβάνωνται την αληθινήν πολιτικήν.
  • Εάν δεν παραδεχώμεθα όπως ο καθείς ασχολήται απευθείας με την πολιτικήν, θα προκαλούμεν όμως πάσαν αναφοράν και αίτησιν, διης θα εκαλείτο η Κυβέρνησις να βελτιώση την κατάστασιν του λαού. Τούτο θα μας επιτρέπη να αντιλαμβανώμεθα τα ελαττώματα ή τας φαντασίας των υπηκόων μας, εις ους θα απαντώμεν δια της εκτελέσεως των περί ων ο λόγος σχεδίων ή δια δικαιολογημένης αρνήσεως, ήτις θα αποδεικνύη την άγνοιαν των συντακτών των.
  • Δια ναφαιρέσωμεν το γόητρον της ανδρείας από το πολιτικόν έγκλημα, θα καθίζωμεν αυτούς επί του εδωλίου των κατηγορουμένων παραπλεύρως με τους κλέπτας, τους δολοφόνους και τους παντοειδώς ευτελείς και χαμερπείς εγκληματίας. Τότε η δημοσία γνώμη θα συγχύση, εν τη σκέψει της, την κατηγορίαν ταύτην των εγκληματιών με την καταισχύνην των άλλων και θα περιβάλη τούτους με την ιδίαν περιφρόνησιν.
  • Είναι αδύνατον το κυβερνάν άνευ καθωρισμένου σχεδίου. Και αυτοί ακόμη οι ήρωες, οίτινες ακολουθούσιν οδόν τίνα άνευ ωρισμένων προφυλάξεων, καταστρέφονται καθ’ οδόν.
  • Ωσαύτως η αξία και η ισχύς του ανθρώπου δεν συνίσταται εις το δικαίωμα του καθενός να διακηρύττη καταστρεπτικάς αρχάς, όπως το δικαίωμα της συνειδή-σεως, το δίκαιον της ισότητος και άλλα παρόμοια. Ωσαύτως το δίκαιον του ατόμου ουδόλως έγκειται εν τω δικαιώματι του να διεγείρη αυτός εαυτόν και τους άλλους, επιδεικνύων τα ρητορικά προτερήματα του εις θορυβώδεις συγκεντρώσεις.
  • Η αληθής ελευθερία έγκειται εις το απαραβία- στον του προσώπου, το οποίον τηρεί τιμίως και ακριβώς όλους τους νόμους της κοινής ζωής. Η ανθρωπίνη αξία πρέπει να έγκειται εν τη συνειδήσει των δικαιωμάτων, άτινα κέκτηται, και ταυτοχρόνως των δικαιωμάτων τα οποία δεν κέκτηται, και ουχί εν μόνη τη φανταστική αναπτύξει του θέματος του «ΕΓΩ» μου.
  • Το κράτος μας θα είναι ένδοξον, διότι θα είναι ισχυρόν, θα διοική και θα διευθύνη, και δεν θα ρυμουλκήται από αρχηγούς κομμάτων και ρήτορας, οίτινες απαγγέλλουσιν ανοήτους λέξεις, ας καλούσι μεγάλας αρχάς, και αίτινες εν τη πραγματικότητι είναι ουτοπίαι. Το κράτος μας θα είναι ο αποκαταστάτης της τάξεως, ήτις είναι το άπαντον της ευτυχίας των ανθρώπων.
  • Η αληθής ισχύς δεν υποχωρεί προ ουδενός δικαιώματος, ακόμη και προ του Θεού. Ουδείς τολμά να προσβάλη ταύτην, ίνα αφαιρέση απ’ αυτής και το ελάχιστον της δυνάμεως της.
  • Δια να συνηθίσωσιν οι λαοί εις την υπακοήν, πρέπει να τους εξασκήσωμεν εις την μετριοφροσύνην και να ελαττώσωμεν συνεπώς την παραγωγήν των αντικειμένων πολυτελείας. Δια του μέσου τούτου θα βελτιώσωμεν τα διεφθαρμένα ήθη ανταγωνιζόμενοι την πολυτέλειαν.
  • Η απεργία είναι το επικινδυνωδέστερον πράγμα δια την Κυβέρνησιν.
  • Οι υπήκοοι, επαναλαμβάνω και πάλιν, υπακούουσι τυφλώς εις στιβαράν χείρα εντελώς ανεξάρτητον εξ αυτών, και εν η αντιλαμβάνονται ξίφος δια την υπεράσπισίν των και στήριγμα κατά των κοινωνικών ρευμάτων. Τις η ανάγκη να βλέπωσιν εν τω προσώπω του βασιλέως των ψυχήν αγγελικήν; Οφείλουσι να διακρίνωσιν εν αυτώ την προσωποποίησιν της ισχύος και της δυνάμεως.
  • Εν τω προσώπω του βασιλέως, κυρίου ευατού και της ανθρωπότητος, χάρις εις την ακλόνη-τον αυτού θέλησιν, πάντες θα πιστεύωσιν ότι βλέπουσι το Πεπρωμένον με τας αγνώστους οδούς αυτού. Ουδείς γνωρίζει τι θέλει να επιτύχη δια των διαταγών του ο βασιλεύς και δια τούτο ουδείς θα τολμά να ίσταται εις το μέσον αγνώστου δρόμου.

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

ΘΕΟΣ: ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ ΑΦΕΝΤΗΣ;


  Γνωρίζουμε από τη Βίβλο ότι ο Θεός αποκαλύφτηκε στους Εβραίους.Αλλά ο θυμός, η ζήλια, η εκδίκηση που εκδηλώνει ο Θεός-Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης, δεν είναι οι φυσικές ιδιότητες του Θεού, είναι απλά η παραμορφωμένη εικόνα Του μέσα στη συνείδηση του ισραηλιτικού λαού, του οποίου τα πάθη ήταν συναφή προς αυτά που αποδίδονται στον Θεό. Η χριστιανική αλήθεια, με το ίδιο σκεπτικό, δεν οριοθετήθηκε απλώς, αλλά και εκφυλίστηκε. Έχει εκφυλιστεί από τους ανθρώπους και η ιδέα του Θεού, που προβλήθηκε ως ανατολίτης αφέντης και απόλυτος μονάρχης.Εκφυλισμένο και αυτό το δόγμα της Απολυτρώσεως, παρουσιάστηκε  σαν δικαστική απόφαση που την επιβάλλει και την εκτελεί ένας οργισμένος Θεός, στον παραβάτη του θελήματός Του, στον άνθρωπο. Αυτή η παραποιημένη περί Θεού αντίληψη, που περιόρισε τα χριστιανικά δόγματα σε ανθρώπινα πλαίσια, ώθησε τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τον Χριστιανισμό. Εκφυλισμένη και η ιδέα της Εκκλησίας. Κατανοήθηκε εντελώς επιφανειακά, ταυτίστηκε με την ιεραρχία, τους τελετουργικούς τύπους, τις αμαρτίες των "ενοριτών", έβλεπε κανείς σ' Εκείνη πάνω απ' όλα ένα καθίδρυμα. Η βαθύτερη και εσωτέρα κατανόηση της Εκκλησίας, που την θέλει πνευματικό οργανισμό, μυστικό σώμα του Χριστού (σύμφωνα με την έκφραση του αποστόλου Παύλου), τοποθετήθηκε σε δεύτερο πλάνο, προσιτό μόνο σε ελάχιστους. Η Λειτουργία, το μυστήριο, θεωρήθηκαν από τους ψευδο-χριστιανούς σαν λατρευτικοί εξωτερικοί τύποι, η βαθύτερη και μυστηριακή έννοια τους διέφευγε. Πολλοί εγκατέλειψαν την Εκκλησία σκανδαλισμένοι από τα παραπτώματα των κληρικών, τα λάθη των εκκλησιαστικών οργανισμών - ανάλογων με εκείνων των κυβερνητικών οργανισμών - την επιδερμική πίστη των ενοριτών και από την υποκρισία μιας αρτηριοσκληρωτικής ευσέβειας.


  Απόσπασμα από το βιβλίο του Νικολάου Μπερντιάεφ:
 "Για την αξία του Χριστιανισμού και την απαξία των   
  Χριστιανών" (εκδόσεις : Αποστολική Διακονία )     

Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ ΕΛΛΑΔΑ -ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΝΑΤΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ




Θυμάμαι τούτη την ανατολίτικη ιστορία: Μία φορά ήτανε ένας σουλτάνος αιμοβόρος και τον καταριότανε όλος ο κόσμος.Τη νύχτα γινότανε "τεπτίλι", δηλ. έβαζε ξένα ρούχα, και γύριζε στα σοκάκια και στα μαγαζιά, για να δει τι έλεγε ο κόσμος γι' αυτόν.Από παντού άκουγε κατάρες και βλαστήμιες. Μα δεν απελπιζότανε. Δύο-τρία χρόνια έβγαινε βόλτα, μα δεν άκουσε μήτε έναν άνθρωπο να πει καλόν λόγο για τον σουλτάνο. Απάνω στα τρία χρόνια, εκεί που περπατούσε ένα βράδυ σ' έναν δρόμο, μια γρηά, πολύ γρηά, τον γνώρισε κ' είπε: "Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, μέρες να κόβει ο Αλλάχ απο μένα,χρόνια να σου τις δίνει".Ο σουλτάνος παραξενεύτηκε πως βρέθηκε άνθρωπος να τον ευχηθεί και ρώτησε την γρηά τί καλό είχε δει από αυτόν και τον ευχιότανε. Κι η γρηά  του είπε: "Εγώ θα σου πω την αλήθεια και δεν με μέλει αν με σκοτώσεις, γιατί είμαι γρηά. Εγώ έφταξα τρεις σουλτάνους, τον παππού σου, τον πατέρα σου κ' εσένα". "Λοιπόν της λέγει ο σουλτάνος, τί άνθρωπος ήτανε ο παππούς μου;". "Ο παππούς σου, λέγει η γρηά, ήτανε κακός άνθρωπος.Κρέμαζε, παλούκωνε,έσφαζε"."Κι ο πατέρας μου;" τη ρωτά ο σουλτάνος. "Ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου", λέγει η γρηά. " Κ' εγώ τη ρωτά ο σουλτάνος, τί άνθρωπος είμαι;" "Εσύ είσαι πιο παληάνθρωπος από τον πατέρα σου". "Και τότε,γιατί με πολυχρονίζεις;" τη ρωτά πάλι ο σουλτάνος. "Σε πολυχρονίζω,επειδή ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου , κ ΄εσύ χειρότερος από τον πατέρα σου,παρακαλώ τον Θεό να σε πολυχρονίζει,γιατί αυτός που θα' ρθει ύστερ΄από σένα, θα' ναι ακόμα χειρότερος"!


                                           Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου
                                                     "Ευλογημένο Καταφύγιο"
                                                       Εκδόσεις "Ακρίτας"
                                         

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Πόσο δίκαιοι ήταν ο Πόντιος Πιλάτος και η δίκη του Χριστού;


Ο
Πόντιος Πιλάτος (Pontius Pilate, λατινικά : Pontius Pīlātus) ήταν ο πέμπτος επίτροπος (de facto έπαρχος) της ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας, υπηρετώντας υπό τον αυτοκράτορα Τιβέριο από το 26 έως το 36. Είναι περισσότερο γνωστός σήμερα επειδή το όνομά του συνδέθηκε με την δίκη και την σταύρωση του Ιησού Χριστού.

Ο Δικαστής Χρήστος Δερμοσσονιάδης, αναλύει μέσα από μια νομική ματιά τη δίκη του Χριστού και μέσω νομικών επιχειρημάτων στοιχειοθετεί το κατά πόσο ήταν δίκαιη, σύμφωνα με το νόμο και τη δικονομία της εποχής.
Η δίκη του Χριστού, μια νομική ανάλυση που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για νομικούς και μη.
Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός παρέβη πράγματι το Μωσαϊκό Νόμο και δίκαια κατεδικάσθη σε θάνατο. Είναι δυνατόν όμως η ανθρώπινη Δικαιοσύνη να έφθασε σε τέτοια αντίθεση προς τη Θεία Δικαιοσύνη, ώστε να καταδικάσει σε θάνατο τον ίδιο το Θεό και εν ονόματι του Νόμου να θανατώσει το Δημιουργό; Το βασικό λοιπόν ερώτημα είναι αν η δίκη του Χριστού ήτανε μία δίκαιη δίκη, κατά το ανθρώπινο μέτρο, αν δηλαδή έγινε σύμφωνα με το νόμο και τη δικονομία.
Η δικαιοσύνη την εποχή του Χριστού βρισκόταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο σε λίγα θέματα υστερούσε από το σημερινό ευρωπαϊκό δίκαιο και το εβραϊκό ήτανε ιεροκρατικό και στηριζόταν στο Μωσαϊκό Νόμο.
Τα εβραϊκά δικαστήρια ήτανε πολυμελή. Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το Μέγα Συνέδριο που είχε και άλλες εξουσίες. Εδρευε στην Ιερουσαλήμ, απετελείτο από 120 μέλη με πρόεδρο τον Αρχιερέα και είχε στη διαταγή του στρατιωτική δύναμη, την κουστωδία.
Οι θανατικές καταδίκες των εβραϊκών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τη Ρωμαϊκή εξουσία όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Η δίκη του Ιησού» του θεολόγου Δημήτριου Καππαή.
Η θανατική ποινή προβλεπόταν για αρκετά αδικήματα αλλά σύμφωνα με τις αντιλήψεις του λαού σπανίως επιβαλλόταν. Η εκτέλεση γινόταν με διάφορους τρόπους, από τους οποίους πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός ήταν ο θάνατος επί του σταυρού, ο οποίος συνηθίζετο από τα Ρωμαϊκά δικαστήρια, τα οποία δεν είχαν ενδοιασμούς στην επιβολή θανατικής καταδίκης.
Κατά την εβραϊκή δικονομία η προανάκριση ήταν άγνωστη και δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος. Η απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του κατηγορουμένου αλλά μόνο στις μαρτυρίες.
Η δίκη διεξαγόταν μέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού. Ξεκινούσε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και ακολουθούσαν δύο τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας, που έπρεπε να δώσουν σαφή και πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας το δεξί τους χέρι πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου και σε περίπτωση θανατικής καταδίκης έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση θα γινόταν με λιθοβολισμό.
Ο Κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος μέχρι την τελική του καταδίκη, εδικαιούτο να μιλήσει, να φέρει μάρτυρες και να τύχει καλής μεταχείρισης.
Κατά τη γνώμη των συγγραφέων δεν ετηρούντο πρακτικά αλλά η ίδια η καταδίκη εκδιδόταν με γραπτό διάταγμα. (Κοντογόνη: Εβραϊκή Αρχαιολογία, Β’4). Πάντως διάταγμα καταδίκης του Χριστού δεν έχει βρεθεί.
Οι Δικαστές έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, δίκαιοι και μερικοί απ’ αυτούς να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης ανεβάλλετο η τελική απόφαση για τη μεθεπόμενη μέρα και εάν επικυρωνόταν η θανατική καταδίκη η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα και όχι αυθημερόν. Από την έναρξη της ακροάσεως μέχρι την εκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες.
Στον τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο Δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε εκείνη την ώρα, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο και τότε σταματούσε αμέσως η εκτέλεση.
Αυτά για τη Δικαιοσύνη στο Ισραήλ.
Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι στα χρόνια της ρωμαϊκής υποτέλειας υπήρχε μεγάλη φαυλότητα και ηθικός ξεπεσμός, με αποτέλεσμα οι άρχοντες να είναι πρόσωπα φαύλα, που εξασφάλιζαν τη θέση τους δωροδοκώντας τους Ρωμαίους ηγεμόνες. Οι Δικαστές δεν είχαν πλέον την εντιμότητα και την ανθρωπιά που είχαν οι προκάτοχοι τους. Ολόκληρο το έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό και αθλιότητα.
Μετά την ανάσταση του Λαζάρου πολλοί Ιουδαίου πίστεψαν στον Χριστό. «Συνήγαγον ουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι συνέδριον και έλεγον. Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; …. Εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς …. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται.» (Ιω. ΙΑ’48-50)
«Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν.» (Ιω. ΙΒ’10)
Και η στρατιωτική κουστωδία, μαζί με ένοπλους υπηρέτες, όταν συνέλαβε τον Ιησούν δεν τον έφερε στο δικαστήριο αλλά στον πεθερό του αρχιερέα, τον ΄Αννα, που υπηρέτησε στο παρελθόν σαν αρχιερέας.
Και ο Αννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία άρχισε ανάκριση για να βρει αιτία εναντίον του συλληφθέντος. Κι ο Χριστός απαντά. «Επερώτησον τους ακηκοότας» «εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν». (Ιω. ΙΗ’,20).
Η απάντηση δεν άρεσε και ένας υπηρέτης ερράπισε τον Ιησούν λέγοντας «ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί;» Σε λίγη ώρα οδήγησαν τον Χριστό στο σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα και μέχρις ότου μαζευτούν τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου οι υπηρέτες έδερναν, έβριζαν και κορόιδευαν τον Χριστό. Το εβραϊκό δίκαιο απαγόρευε την ανάκριση και την κακοποίηση του κατηγορουμένου. (Mishna, Sotah 1,4).
Και άρχισε η συνεδρίαση του Ανωτάτου Εβραϊκού Δικαστηρίου με άλλες τρεις δικονομικές παραβάσεις.
Το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου και συνεδρίασε νύκτα, πράγμα απαγορευμένο (Mishna, Sanhedrin IV,1), χωρίς να προϋπάρχει σαφής κατηγορία από δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία.
Μετά την έναρξη της δίκης βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες που διαστρέβλωσαν το λόγο του Κυρίου «λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν» (Ιω. Β’19), που οπωσδήποτε ελέχθηκε για την Ανάσταση του ιδίου και όχι για το ναό του Σολομώντος.
Οι μαρτυρίες όμως δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι δόθηκαν αντικανονικά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων. Επρεπε λοιπόν να καταδικαστούν σε θάνατο οι ψευδομάρτυρες σύμφωνα με το Δευτερονόμιον (ΙΘ’ 18-21). «και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα, αντέστη κατά του αδελφού αυτού, και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον πονηρεύσατο ποιήσαι κατά του αδελφού αυτού …. Και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται ….»
Το Συνέδριο αποφάσισε ότι δε μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτούς τους μάρτυρες και ο Πρόεδρος του, ο αρχιερέας Καϊάφας, ερώτησε το Χριστό «συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας …. Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε. Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;» (Ματθαίου ΚΣΤ’ 63).
Η ομολογία του κατηγορούμενου, αν τέτοια θεωρηθεί η απάντησή Του, δεν αποτελούσε κατά το Μωσαϊκό Νόμο απόδειξη. Χρειαζόταν μάρτυρες «επί στόματος δύο μαρτύρων και επί στόματος τριών μαρτύρων στήσεται παν ρήμα» (Δευτερονόμιον ΙΘ’15).
Δεν υπήρξε καθόλου υπεράσπιση, που εθεωρείτο απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας. (Sanhedrin IV,5). Την υπεράσπιση την ανελάμβανε ένας τουλάχιστον από τους δικαστές για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος.
Ο αρχιερέας «διέρρηξε τα ιμάτια του» πράγμα που απαγορεύει ο Μωσαϊκός νόμος στους ιερείς (Λευϊτικόν 6, ΚΑ’10).
Και τα μέλη του Συνεδρίου απεκρίθησαν «ένοχος θανάτου εστί» (Ματθαίου ΚΣΤ’67).
Η ψηφοφορία έγινε ταυτόχρονα, ενώ έπρεπε να γίνει με τη σειρά, από το νεότερο δικαστή προς τους παλαιότερους για να μην επηρεαστούν μεταξύ τους.
Μετά την καταδίκη άρχισαν άλλα έκτροπα «και ήρξαντο τινές εμπτύειν αυτώ και περικαλύπτειν το πρόσωπον αυτού και κολαφίζειν αυτόν και λέγειν αυτώ προφήτευσον ημίν τις εστίν ο παίσας σε. Και οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλον» (Μάρκον ΙΔ’ 65).
Για να τηρήσουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι τα προσχήματα περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλιν για να επικυρώσουν την καταδίκη στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. «Και ευθέως επί το πρωϊ συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων και όλον το συνέδριον, δήσαντες τον Ιησούν απήνεγκαν και παρέδωκαν τω Πιλάτω» (Μάρκον ΙΕ’,1).
Ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ και η επίσημη δίκη διεξήχθηκε, ολοκληρώθηκε και εκτελέστηκε η θανατική ποινή μέσα στην ίδια μέρα, την Παρασκευή, κατά παράβαση των κανόνων (Sanhedrin IV,I), ενώ έπρεπε να περάσουν 4 τουλάχιστον μέρες.
Γράφεται στην Ακολουθία των Αγίων Παθών πριν από το 12ο Ευαγγέλιο ότι: «Ηδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ. Και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον. Αλλ’ ο φύσει σώματος δι’ εμέ πάσχων, Αγαθέ, Κύριε, δόξα σοι.»
Κατά το Μωσαϊκό Νόμο η Θεοποίηση ανθρώπου αποτελούσε βλασφημία και αδίκημα. Ο κατηγορούμενος όμως εδικαιούτο υπεράσπιση.
Ο Χριστός έκανε αναρίθμητα θαύματα μπροστά στο λαό. Και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τον υποδέχτηκαν μερικές μέρες πριν από τη δίκη ψάλλοντας «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ.» (Ιω.ΙΒ’13).
Εξ άλλου η ανθρωπότητα περίμενε το Σωτήρα, «την προσδοκία των εθνών», «τον καθολικό διδάσκαλο» του Σωκράτη, το «Λόγο» του Πλάτωνα, τον «Άγνωστο Θεό» των Αθηναίων, τον «νέο Θεό» των 3 μάγων, τον «Άγιο» του Κομφούκιου και τον αναμενόμενο από όλους τους Προφήτες του Ισραήλ «Μεσσία».
Οι μορφωμένοι εβραίοι γνώριζαν καλά όλες τις προφητείες, που συνέκλιναν και συμφωνούσαν ότι ο κατηγορούμενος Ιησούς ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας – Χριστός όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Ιώσηπου Contra Apionem Lib. II 17.
Η ζωή, η διδασκαλία Του και τα απειράριθμα θαύματα Του δεν χωρούσαν καμιά αμφιβολία. Το Μεγάλο Συνέδριο όμως απαξιεί να μελετήσει το θέμα και να εξετάσει μήπως ενώπιον του αντί Θεοποίηση ανθρώπου έχει ενανθρώπιση Θεού. Μάλλον δεν απαξιεί, αλλά σε γνώση του καταδικάζει το Μεσσία, εφ’ όσον ο αρχιερέας είχε πει μετά την ανάσταση του Λαζάρου «ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί …», όπως αναφέρεται και στο βιβλίο «Η δίκη του Ιησού» του εισαγγελέα Χρήστου Τραπεζούντιου.
Πρεσβύτεροι και Αρχιερείς κατεδίκασαν σε θάνατο το Θεό τους και δέσμιο τον οδηγούν στον ρωμαίο Πιλάτο για να επικυρώσει τη θανατική καταδίκη.
Στη δίκη του Πιλάτου σημειώσαμε άλλες 16 σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου…
Μια νέα δίκη, Ρωμαϊκή, ξεκινά.
Ήτανε πρωϊ της Παρασκευής, της προηγούμενης μέρας του εβραϊκού Πάσχα, που έφεραν οι εβραίοι τον Ιησούν έξω από το Πραιτώριο. Οι εβραίοι δεν ήθελαν να μπουν στην κατοικία ειδωλολάτρη για να μη μολυνθούν πριν από το Πάσχα και στην επιμονή τους ο ρωμαίος ηγεμόνας διέταξε και τοποθέτησαν στο λιθόστρωτο μπροστά από το Πραιτώριο τη δικαστική του έδρα για να δικάσει εκεί τον κατηγορούμενο.
Κατά το τυπολατρικό ρωμαϊκό δίκαιο η δικαστική εξουσία ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή παρά με το άτομο του.
Με την έναρξη της δίκης παρατηρείται η πρώτη δικονομική παράβαση. Ο κατηγορούμενος ήτανε δέσμιος κατά τη διάρκεια της δίκης ενώ έπρεπε να θεωρείται ο κατηγορούμενος αθώος μέχρι την καταδίκη. Και αρχίζει η δίκη με την ερώτηση του Πιλάτου: «τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;»
Έπρεπε λοιπόν οι εβραίοι να κατηγορήσουν τον Ιησούν. Αλλά κατηγορία για βλασφημία δε θα ενδιέφερε τον ρωμαίο ηγεμόνα. Ούτε θα επέφερε θανατική καταδίκη. Ο αρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε ενώπιον του λαού νέα, εντελώς ψευδή, κατηγορία λέγοντας «τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν Βασιλέα είναι». (Λουκά ΚΓ’,2)
Η απάντηση του Καϊάφα ήτανε εντελώς ψευδής γιατί το Μέγα Συνέδριο καταδίκασε τον Ιησούν με άλλη κατηγορία, την βλασφημία.
Ήτανε ψέμα όμως και το περιεχόμενό της, γιατί ο Χριστός είχε δώσει διαφορετική απάντηση στους μαθητές των Φαρισαίων, όταν τον ρώτησαν για τη ρωμαϊκή φορολογία «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. ΚΒ’,21)
Έπρεπε βάσει του Ρωμαϊκού Δικαίου να γίνει γραπτή αίτηση για εισαγωγή σε δίκη.
Έπρεπε να αναφερθεί το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορούμενου και να διατυπωθεί ακριβώς η κατηγορία.
Έπρεπε να συνταχθεί πρωτόκολλη κατηγορίας.
Επρεπε να καθοριστεί η μέρα της δίκης και να κληθούν και να ακουστούν, εκείνη τη μέρα, οι μάρτυρες. (Δημαρά: Ιστορία Ρωμαϊκού Δικαίου, Β 132).
Εάν όμως θεωρηθεί ότι δεν επρόκειτο για πρωτόδικη υπόθεση αλλά για επικύρωση της θανατικής καταδίκης του εβραϊκού δικαστηρίου τότε η εισαγωγή στη δίκη έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αίτησης μαζί με την πρωτόδικη απόφαση.
Ο Πιλάτος δεν έκανε τίποτε απ’ αυτά. Κατέβη από την έδρα του, πράγμα που κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο σήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία, μπήκε στο Πραιτώριο και εκεί συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των εβραίων, ενεργώντας κάποιας μορφής ανάκριση.
«Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;» (Λουκά ΚΓ’3), ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησούν, ο οποίος απεκρίθη «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου …. εγώ …. εις τούτο ελήληθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία». (Ιω. ΙΗ’, 35 επ.)
Την απάντηση του Ιησού την κατάλαβε ο Πιλάτος. Ο Χριστός ήτανε πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας. Έκρινε αμέσως ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία και δεν υπήρξε ο Ιησούς ένοχος αντιποίησης εξουσίας.
Ο Πιλάτος επιβεβαίωσε τη θέση του με τη φράση που εξεστόμισε «τι έστιν αλήθεια;» Μια ερώτηση που δεν περίμενε απάντηση γιατί η αλήθεια ήτανε κατ’ εκείνον μια φιλοσοφική ουτοπία. Με το πρακτικό ρωμαϊκό πνεύμα που τον χαρακτήριζε ο Πιλάτος βγήκε από το Πραιτώριο και αθώωσε αμέσως τον κατηγορούμενο λέγοντας στους Ιουδαίους «εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ». (Ιω. ΙΗ’ 38).
Έπρεπε ο Ιησούς να αφεθεί αμέσως ελεύθερος.
Ο όχλος όμως δημιουργούσε μεγάλο θόρυβο μπροστά στο ανάκτορο επιμένοντας στη θανατική καταδίκη. Μέσα από τις φωνές ο Πιλάτος ξεχώρισε ότι ο Ιησούς ήτανε Γαλιλαίος. Και η Γαλιλαία ήταν έξω από τη δικαιοδοσία του Πιλάτου. Η Γαλιλαία είχε άρχοντα, τετράρχη, τον εξηρτημένο βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα.
Ο Πιλάτος λοιπόν παρά το γεγονός ότι είχε αμέσως προηγουμένως αθωώσει τον Ιησούν, επικαλέστηκε την τοπική αρμοδιότητα του Ηρώδη. Και για να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη έστειλε τον Ιησούν στον Ηρώδη, που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Ιερουσαλήμ. (Λουκά ΚΓ’ 6-7)
Ο Ιησούς δεν απάντησε σε καμιά από τις ερωτήσεις του Ηρώδη, που αποκεφάλισε τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Ο πανούργος Ηρώδης δεν θέλησε να ξαναβάψει τα χέρια του με άγιο αίμα και απεφάσισε ότι δεν έχει αρμοδιότητα γιατί το αδίκημα του Ιησού και η εβραϊκή καταδίκη του έγιναν έξω από τα δικά του σύνορα της Γαλιλαίας.
Ο Χριστός λοιπόν αθωώθηκε για δεύτερη φορά από τη Ρωμαϊκή εξουσία με την απόφαση του Ηρώδη.
Αντί όμως να αφεθεί ελεύθερος οδηγείται και πάλιν δέσμιος στον Πιλάτο, αφού ο Ηρώδης και οι στρατιώτες του τον εξευτέλισαν και του φόρεσαν βασιλικό μανδύα (Λουκά ΚΓ’ 11) πράγματα εντελώς απαράδεκτα με την απαλλαγή του κατηγορούμενου, έστω και για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας.
Ο Πιλάτος βγήκε στον εξώστη του Πραιτωρίου και αθώωσε γι’ άλλη μια φορά τον Ιησούν λέγοντας «ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ’ αυτού. Αλλ’ ουδέ Ηρώδης. Ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν. Και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ». (Λουκά ΚΓ’ 15-16)
Οι Ιουδαίοι φώναζαν περισσότερο και στο δίλημμα του Πιλάτου προστέθηκε και το μήνυμα της γυναίκας του Πρόκλας «μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. Πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ’ όναρ δι’ αυτόν» (Ματθαίου ΚΖ’20). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πρόκλα βαφτίστηκε Χριστιανή και εορτάζεται η μνήμη της σαν αγίας στις 27 Οκτωβρίου.
Ο Πιλάτος παρουσίασε το Χριστό και το ληστή Βαρραβά μπροστά στο λαό και ρώτησε ποιόν από τους δύο να απολύση για τη γιορτή του Πάσχα. Και ακούγονταν ακόμη δυνατότερες οι φωνές του όχλου που ζητούσε την απόλυση του Βαρραβά και τη θανάτωση του Ιησού.
Ο σκληρός τύρρανος, που ήτανε ταυτόχρονα άβουλος και αναποφάσιστος, διέταξε να μαστιγωθεί ο Ιησούς. Η μαστίγωση ήτανε σκληρή ποινή που συνόδευε την έσχατη ποινή της σταυρώσεως. Μπορούσε να επιβληθεί και σαν αυτοτελής ποινή. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μπορούσε να επιβληθεί σε πρόσωπο που αθωώθηκε ή έστω σε κατηγορούμενο πριν από την τελική καταδίκη του. Η νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρος (Τίτλος Ι θέμα 1ον και τίτλος 6ος θέμα 7ον) ήτανε σαφής και παρεβιάσθη κατάφορα.
Σκηνές που θα ντροπιάζουν την ανθρωπότητα και ειδικότερα την ανθρώπινη δικαιοσύνη ακολούθησαν. Μετά από το βάναυσο φραγγέλωμα στην αυλή του Πραιτωρίου έντυσαν το ματωμένο σώμα του ενανθρωπίσαντος Θεού με βασιλική χλαμίδα, στεφάνωσαν την κεφαλή του αιώνιου Βασιλέα με ακάνθινο στεφάνι και βασάνισαν και εξευτέλισαν τον αμνό του Θεού τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου. (Ιω. ΙΘ’ 1-3)
Ο εκπρόσωπος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, ο Πιλάτος, βγήκε πάλι από το Πραιτώριο, κάθισε στην δικαστική έδρα στο ύψωμα του Λιθόστρωτου και απευθυνόμενος στους αρχιερείς και τον όχλο «λέγει αυτοίς. Ιδε ο άνθρωπος. Ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος. Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε. Εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι: ημείς νόμον έχομεν, κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν.» (Ιω.ΙΘ’ 6-7)
Ο Πιλάτος αθώωσε το Χριστό για άλλη μια φορά, αλλά πάλε δεν τον απέλυσε. Και οι Ιουδαίοι παραδέχθηκαν ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε από το Μέγα Συνέδριο ένοχος θανάτου κατά το Μωσαϊκό δήθεν Νόμο γιατί απεκάλεσε τον εαυτό του υιό Θεού, πράγμα που απέκρυψαν από τον Πιλάτο μέχρι τη στιγμή αυτή.
Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου «non bis in idem» (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως) και ξαναμπήκε στο Πραιτώριο για να ανακρίνει και πάλε τον Ιησούν.
Η νέα απροσδόκητη κατηγορία ότι «εαυτόν υιόν Θεού εποίησε», η επιβλητική προσωπικότητα του Κυρίου, η γαλήνη που ακτινοβολούσε, το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου και ο θρησκευτικός φανατισμός των Ιουδαίων συγκλόνισαν και σύγχισαν τον Πιλάτο.
Ο Πιλάτος συνομίλησε πάλε με τον Κύριο. Ο κατηγορούμενος δεν ήτανε συνηθισμένος άνθρωπος και μιλούσε σαν να είχε θεϊκή εξουσία. Ο κατηγορούμενος ήτανε ανώτερος από το δικαστή του. «Εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν.» (Ιω. ΙΘ’13)
Ξανακάθησε ο Πιλάτος στη δικαστική έδρα και άνοιξε νέα συζήτηση με τον όχλο σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγει τη σταύρωση του Ιησού. «οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες. εάν τούτον απολύσης ουκ ει φίλος του Καίσαρος. πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει το Καίσαρι» (Ιω.ΙΘ’13).
Το τελευταίο τέχνασμα των εβραίων συγκλόνισε τον Πιλάτο γιατί βρισκόταν σε κάποια δυσμένεια του αυτοκράτορα Τιβερίου (Ιωσήπου Lib. XIII, Cap. III, p.1) και αποφάσισε αμέσως να σώσει το τομάρι του παρά να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη. Για να αποφύγει το βάρος της άδικης καταδίκης δεν εξέδωσε δικιά του απόφαση αλλά «λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων. Αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου. Υμείς όψεσθε. Και αποκριθείς πας ο λαός είπε. Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα υμών. Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαρραβάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή.» (Ματθ. ΚΖ’ 24)
Εάν θεωρηθεί ότι η πράξη του Πιλάτου να νήψει τα χέρια του και να επιτρέψει στους Εβραίους να σταυρώσουν το Χριστό ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι κατεδικάσθη ο Ιησούς σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία επειδή παρουσιαζόταν σαν βασιλέας, πράξη αντίθετη προς την Lex Julia Majestatis και τα Crimina Imminutae Majestatis.
Και ακολούθησε η εκτέλεση. Οι άνθρωποι σταύρωσαν τον ίδιο το Θεό τους. Και στάθηκαν οι Εβραίοι απέναντι από τον Σταυρό και έβριζαν και κορόϊδευαν. (Μάρκον ΙΕ΄31) «Ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι.» Παραδεχόταν δηλαδή και ενώπιον του Σταυρού ότι ο Χριστός έκανε θαύματα και έσωσε άλλους.
Σταυρώθηκε λοιπόν ο Χριστός και απέθανε και την τρίτη ημέρα ανεστήθη. Τι απέγιναν όμως οι άνθρωποι που ήταν υπόλογοι για την άδικη καταδίκη Του;
Ο προδότης Ιούδας επέστρεψε στον Ναό, έριξε πίσω τα τριάκοντα αργύρια και κρεμάστηκε σε δένδρο έξω από την Ιερουσαλήμ και αυτοκτόνησε.
Στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (Μέγας Συναξαριστής, ΄Εκδοση Ε, Τόμος 7ος, σελ. 425) αναφέρεται ότι πήγε στη Ρώμη και κατήγγειλε στον Τιβέριο Καίσαρα τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς. Ο Καίσαρας ακούοντας για τα θαύματα του Χριστού και γνωρίζοντας ότι κατά τον χρόνο της σταύρωσης, έγινε σκότος σε ολόκληρη την οικουμένη διέταξε την προσαγωγή του Πιλάτου, του Άννα και του Καϊάφα στη Ρώμη. Ο Καϊάφας πέθανε κατά το ταξίδι και ο Άννας εκτελέστηκε στη Ρώμη. Ο Πιλάτος φυλακίστηκε έξω από τη Ρώμη και πέθανε στην φυλακή. Αντίθετα στα «χρονικά» του Ζωναρά, βιβλίο Στ’, γράφεται ότι ο διάδοχος του Τιβερίου ο Καλλιγούλας εξόρισε τον Πιλάτο στην Γαλλία και στο Γ’ βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσέβιου γράφεται ότι ο Πιλάτος όταν ήταν εξόριστος στην Γαλλία ήρθε σε απόγνωση και αυτοκτόνησε.
Αυτά λοιπόν για τη δίκη του Χριστού και για τη δίκη των δικαστών Του, στην οποία ο Αυτοκράτορας κατεδίκασε τους δικαστές και κατά συνέπεια αυτή η απόφαση αποτελεί την έβδομη και τελική αθώωση του Χριστού.
Στην εβραϊκή δίκη του Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 από τις παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου.
Στη δίκη του Πιλάτου σημειώσαμε άλλες 16 σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Η όλη όμως διεξαγωγή των δικών, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι την μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωση Του ενώ βρέθηκε 6 φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν δίκη, ούτε σαν παρωδία δίκης αλλά σαν το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας και την αιώνια ντροπή που βαρύνει τον κόσμο όλο. Μεγαλύτερο έγκλημα δε μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος. Και όμως τον Σταυρό του θανάτου μετέτρεψε ο Κύριος σε ξύλο της ζωής και το μέγα έγκλημα το μετέτρεψε σε Θείο Σχέδιο Σωτηρίας για μας, τους δήμιούς Του.
Τίποτε αντάξιο της θυσίας Του δεν έχουμε να του αντιπροσφέρουμε και περιοριζόμαστε στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως. Το Αίμα του Χριστού δεν είναι «εφ’ υμάς και επί τα τέκνα ημών» αλλά μας προσφέρεται για να σωθούμε εμείς και τα παιδιά μας.
Ευχόμαστε η Σταυρική θυσία του Κυρίου μας να σώσει εμάς από τη δικαία καταδίκη.
Χρήστος Δερμοσσονιάδης
Πηγή: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου

αναδημοσίευση από Αντώνης Βαρβατσούλιας (www.sparmatseto.gr)